- ἀπέρωτος
- ἀπέρωτος, ον, ([etym.] ἔρως)A loveless, unloving, ἔρως ἀπέρωτος, like γάμος ἄγαμος, read by M2 in A.Ch.600; but v. foreg.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απέρωτος — ἀπέρωτος, ον (Α) ο χωρίς έρωτα, δυσάρεστος («άπέρωτος ἔρως») (πρβλ. «γάμος ἄγαμος», Αισχύλος) … Dictionary of Greek
ἀπέρωτος — loveless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρανικώ — άω, Α κατανικώ, υποδουλώνω, υποτάσσω («θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek